- νομονδε
- νομόνδενομόν-δεadv. к пастбищу, на пастбище Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] … Dictionary of Greek
νομόνδε — to pasture indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομόνδ' — νομόνδε , νομόνδε to pasture indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)